- μεσότομος
- μετότομος, ποιητ. τ. μεσσότομος, -ον (Α)ο κομμένος στο μέσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λαιμό-τομος (για τον τ. με δύο -σσ- βλ. λ. μέσος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσσοτόμους — μεσότομος cut through the middle masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσοτομώ — μεσοτομῶ, έω (Α) [μεσότομος] κόβω σε δύο ίσα μέρη, διχάζω, διχοτομώ … Dictionary of Greek
μεσσότομος — μεσσότομος, ον (Α) (ποιητ. τ.) βλ. μεσότομος … Dictionary of Greek
ՄԻՋԱԿՏՈՒՐ — ( ) NBH 2 0278 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 11c, 12c ՄԻՋԱԿՏՈՒՐ ԱՌՆԵԼ, ԼԻՆԵԼ. μεσοτομέω per medium seco. կամ ա. μεσότομος per medium sectus. Ընդ մէջ կտրել, իլ. մէջքէն կտրել. ... *Միջակտուր արարեալ զորդի ալեւորին. Ասող. ՟Գ: 19:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)